μασκαράς

μασκαράς
ο
πληθ. -άδες (λ. αραβ.)
1. αυτός που φορά μάσκα την Αποκριά.
2. μτφ., άνθρωπος απατεώνας, αχρείος, κακοήθης: Με ξεγέλασε ο μασκαράς!

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μασκαράς — (I) ο (Μ μασκαράς) μεταμφιεσμένος τής αποκριάς, προσωπιδοφόρος·* νεοελλ. ντυμένος ή βαμμένος με γελοίο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. mascara]. (II) ο άνθρωπος ανήθικος και πονηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. maskara < αραβ. maschara] …   Dictionary of Greek

  • μασκαρένιος — (I) α, ο [μασκαράς (I)] αυτός που ταιριάζει σε μασκαρά. (II) α, ο [μασκαράς (II)] αναξιοπρεπής, ανήθικος …   Dictionary of Greek

  • κουδουνάτος — η, ο [κουδούνι] 1. αυτός που έχει κρεμασμένα πάνω του κουδούνια 2. μεταμφιεσμένος, μασκαράς …   Dictionary of Greek

  • μασκάρεμα — το [μασκαρεύω] το να γίνεται κάποιος μασκαράς, μεταμφίεση νεοελλ. γελοιοποίηση, μασκαραλίκι, ρεζιλίκι …   Dictionary of Greek

  • μασκαραλίκι — το 1. πράξη που αρμόζει σε μασκαρά 2. μτφ. γελοιοποίηση, εξευτελισμός, ρεζιλίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μασκαράς (I) + κατάλ. λίκι*] …   Dictionary of Greek

  • μασκαρατζίκος — ο 1. άνθρωπος που κάνει μικροαπατεωνίες 2. (θωπευτικά) πονηρούλης, καταφερτζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μασκαράς (II) + κατάλ. τζίκος*] …   Dictionary of Greek

  • μασκαρεύω — και μασκαρεύγω [μασκαράς (I)] 1. ντύνω μασκαρά κάποιον, μεταμφιέζω 2. εξευτελίζω, γελοιοποιώ, ρεζιλεύω 3. μέσ. μασκαρεύ(γ)ομαι α) ατιμάζομαι β) αστειεύομαι, περιπαίζω …   Dictionary of Greek

  • μεταμφιέζω — (ΑΜ μεταμφιέζω και μεταμφιάζω) 1. αλλάζω το ένδυμα κάποιου, ντύνω κάποιον με άλλο ένδυμα («μεταμφιέσασα τὸν μὲν Κροῑσον ἠνάγκασε τὴν οἰκέτου... σκευὴν ἀναλαβεῑν», Λουκιαν.) 2. μέσ. μτφ. μεταμορφώνομαι, αλλάζω τη μορφή μου με άλλη («ἀποδυσάμενος… …   Dictionary of Greek

  • προσωπιδοφόρος — ον, Ν αυτός που φορά προσωπίδα, ο μασκοφόρος, ιδίως ο μεταμφιεσμένος τής αποκριάς, ο μασκαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσωπίδα + φόρος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • mascara — MASCARÁ, mascarale, s.f. (înv.) Bufon, paiaţă, măscărici; p.ext. om neserios, puşlama. 2. (pop.) Batjocură, ocară. ♢ expr. A face (pe cineva) de mascara = a) a face (pe cineva) de râs, de ruşine; b) a certa cu asprime, a mustra cu severitate, a… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”